μυστιλώμαι

μυστιλώμαι
μυστιλῶμαι, -άομαι (Α) [μυστίλη]
1. βουτώ ψωμί στον ζωμό και τρώγω
2. μτφ. υπεξαιρώ με απληστία, «βουτάω», κλέβω («κἀμφοῑν χειροῑν μυστιλᾱται τῶν δημοσίων», Αριστοφ.)
3. (η μτχ. παρακμ.) μεμυστιλημένος, -η, -ον
κατασκευασμένος με τα δάκτυλα σε σχήμα κοίλο σαν μυτίλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”